Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνοπνεύματος
πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
πυκνορρώξ
πυκνός
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
πυκνόω
πύκνωμα
View word page
πυκνοσπορέω
sow thick

ShortDef

sow thick

Debugging

Headword:
πυκνοσπορέω
Headword (normalized):
πυκνοσπορέω
Headword (normalized/stripped):
πυκνοσπορεω
IDX:
77488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77489
Key:

Data

{'content': 'sow thick'}