Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνονεφής
πυκνοπλοέω
πυκνοπνεύματος
πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
πυκνορρώξ
πυκνός
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
View word page
πυκνός
close, compact

ShortDef

close, compact

Debugging

Headword:
πυκνός
Headword (normalized):
πυκνός
Headword (normalized/stripped):
πυκνος
IDX:
77486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77487
Key:

Data

{'content': 'close, compact'}