Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνόκομον
πυκνομματέω
πυκνονεφής
πυκνοπλοέω
πυκνοπνεύματος
πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
πυκνορρώξ
πυκνός
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
View word page
πυκνόρριζος
with matted roots

ShortDef

with matted roots

Debugging

Headword:
πυκνόρριζος
Headword (normalized):
πυκνόρριζος
Headword (normalized/stripped):
πυκνορριζος
IDX:
77484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77485
Key:

Data

{'content': 'with matted roots'}