Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυκνόθριξ
πυκνόκαρπος
πυκνοκίνδυνος
πυκνόκοκκον
πυκνόκομον
πυκνομματέω
πυκνονεφής
πυκνοπλοέω
πυκνοπνεύματος
πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
πυκνορρώξ
πυκνός
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
View word page
πυκνοποιέω
make thick
ShortDef
make thick
Debugging
Headword:
πυκνοποιέω
Headword (normalized):
πυκνοποιέω
Headword (normalized/stripped):
πυκνοποιεω
IDX:
77480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77481
Key:
Data
{'content': 'make thick'}