Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνογόνατος
πυκνόδους
πυκνόθριξ
πυκνόκαρπος
πυκνοκίνδυνος
πυκνόκοκκον
πυκνόκομον
πυκνομματέω
πυκνονεφής
πυκνοπλοέω
πυκνοπνεύματος
πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
πυκνορρώξ
πυκνός
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
View word page
πυκνοπνεύματος
having rapid respiration

ShortDef

having rapid respiration

Debugging

Headword:
πυκνοπνεύματος
Headword (normalized):
πυκνοπνεύματος
Headword (normalized/stripped):
πυκνοπνευματος
IDX:
77478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77479
Key:

Data

{'content': 'having rapid respiration'}