Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυκνόβλαστος
πυκνογόνατος
πυκνόδους
πυκνόθριξ
πυκνόκαρπος
πυκνοκίνδυνος
πυκνόκοκκον
πυκνόκομον
πυκνομματέω
πυκνονεφής
πυκνοπλοέω
πυκνοπνεύματος
πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
πυκνορρώξ
πυκνός
πυκνόσαρκος
View word page
πυκνοπλοέω
sail constantly
ShortDef
sail constantly
Debugging
Headword:
πυκνοπλοέω
Headword (normalized):
πυκνοπλοέω
Headword (normalized/stripped):
πυκνοπλοεω
IDX:
77477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77478
Key:
Data
{'content': 'sail constantly'}