Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνάρμων
πυκνίτης
πυκνόβλαστος
πυκνογόνατος
πυκνόδους
πυκνόθριξ
πυκνόκαρπος
πυκνοκίνδυνος
πυκνόκοκκον
πυκνόκομον
πυκνομματέω
πυκνονεφής
πυκνοπλοέω
πυκνοπνεύματος
πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
πυκνορρώξ
View word page
πυκνομματέω
to be riddled with holes

ShortDef

to be riddled with holes

Debugging

Headword:
πυκνομματέω
Headword (normalized):
πυκνομματέω
Headword (normalized/stripped):
πυκνομματεω
IDX:
77475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77476
Key:

Data

{'content': 'to be riddled with holes'}