Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνάκις
πυκνάρμων
πυκνίτης
πυκνόβλαστος
πυκνογόνατος
πυκνόδους
πυκνόθριξ
πυκνόκαρπος
πυκνοκίνδυνος
πυκνόκοκκον
πυκνόκομον
πυκνομματέω
πυκνονεφής
πυκνοπλοέω
πυκνοπνεύματος
πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
View word page
πυκνόκομον
motherwort, Leonurus Cardiaca

ShortDef

motherwort, Leonurus Cardiaca

Debugging

Headword:
πυκνόκομον
Headword (normalized):
πυκνόκομον
Headword (normalized/stripped):
πυκνοκομον
IDX:
77474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77475
Key:

Data

{'content': 'motherwort, Leonurus Cardiaca'}