Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνάζω
πυκναία
πυκνάκις
πυκνάρμων
πυκνίτης
πυκνόβλαστος
πυκνογόνατος
πυκνόδους
πυκνόθριξ
πυκνόκαρπος
πυκνοκίνδυνος
πυκνόκοκκον
πυκνόκομον
πυκνομματέω
πυκνονεφής
πυκνοπλοέω
πυκνοπνεύματος
πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
View word page
πυκνοκίνδυνος
ever in dangers

ShortDef

ever in dangers

Debugging

Headword:
πυκνοκίνδυνος
Headword (normalized):
πυκνοκίνδυνος
Headword (normalized/stripped):
πυκνοκινδυνος
IDX:
77472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77473
Key:

Data

{'content': 'ever in dangers'}