Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκινόφρων
πυκνάζω
πυκναία
πυκνάκις
πυκνάρμων
πυκνίτης
πυκνόβλαστος
πυκνογόνατος
πυκνόδους
πυκνόθριξ
πυκνόκαρπος
πυκνοκίνδυνος
πυκνόκοκκον
πυκνόκομον
πυκνομματέω
πυκνονεφής
πυκνοπλοέω
πυκνοπνεύματος
πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
View word page
πυκνόκαρπος
thick with fruit

ShortDef

thick with fruit

Debugging

Headword:
πυκνόκαρπος
Headword (normalized):
πυκνόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
πυκνοκαρπος
IDX:
77471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77472
Key:

Data

{'content': 'thick with fruit'}