Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
ἀνθυβρίζω
ἀνθύβρισις
ἀνθυλακτέω
ἀνθυλλίς
ἀνθυπάγω
ἀνθυπαγωγή
ἀνθυπακούω
ἀνθυπαλλαγή
ἀνθυπαλλάσσω
ἀνθυπαντάω
ἀνθυπάρχω
ἀνθυπατεία
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατιανός
ἀνθυπατικός
View word page
ἀνθυπάγω
to bring to trial in turn

ShortDef

to bring to trial in turn

Debugging

Headword:
ἀνθυπάγω
Headword (normalized):
ἀνθυπάγω
Headword (normalized/stripped):
ανθυπαγω
IDX:
7746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7747
Key:

Data

{'content': 'to bring to trial in turn'}