Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκάζω
πύκασμα
πυκιμηδής
πυκινόθριξ
πυκινοκίνητος
πυκινόρριζος
πυκινόφρων
πυκνάζω
πυκναία
πυκνάκις
πυκνάρμων
πυκνίτης
πυκνόβλαστος
πυκνογόνατος
πυκνόδους
πυκνόθριξ
πυκνόκαρπος
πυκνοκίνδυνος
πυκνόκοκκον
πυκνόκομον
πυκνομματέω
View word page
πυκνάρμων
close-fitted

ShortDef

close-fitted

Debugging

Headword:
πυκνάρμων
Headword (normalized):
πυκνάρμων
Headword (normalized/stripped):
πυκναρμων
IDX:
77465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77466
Key:

Data

{'content': 'close-fitted'}