Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκαείς
πυκάζω
πύκασμα
πυκιμηδής
πυκινόθριξ
πυκινοκίνητος
πυκινόρριζος
πυκινόφρων
πυκνάζω
πυκναία
πυκνάκις
πυκνάρμων
πυκνίτης
πυκνόβλαστος
πυκνογόνατος
πυκνόδους
πυκνόθριξ
πυκνόκαρπος
πυκνοκίνδυνος
πυκνόκοκκον
πυκνόκομον
View word page
πυκνάκις
oft-times

ShortDef

oft-times

Debugging

Headword:
πυκνάκις
Headword (normalized):
πυκνάκις
Headword (normalized/stripped):
πυκνακις
IDX:
77464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77465
Key:

Data

{'content': 'oft-times'}