Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πύϊον
πύκα
πυκαείς
πυκάζω
πύκασμα
πυκιμηδής
πυκινόθριξ
πυκινοκίνητος
πυκινόρριζος
πυκινόφρων
πυκνάζω
πυκναία
πυκνάκις
πυκνάρμων
πυκνίτης
πυκνόβλαστος
πυκνογόνατος
πυκνόδους
πυκνόθριξ
πυκνόκαρπος
πυκνοκίνδυνος
View word page
πυκνάζω
to be frequent
ShortDef
to be frequent
Debugging
Headword:
πυκνάζω
Headword (normalized):
πυκνάζω
Headword (normalized/stripped):
πυκναζω
IDX:
77462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77463
Key:
Data
{'content': 'to be frequent'}