Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
ἀνθυβρίζω
ἀνθύβρισις
ἀνθυλακτέω
ἀνθυλλίς
ἀνθυπάγω
ἀνθυπαγωγή
ἀνθυπακούω
ἀνθυπαλλαγή
ἀνθυπαλλάσσω
ἀνθυπαντάω
ἀνθυπάρχω
ἀνθυπατεία
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατιανός
View word page
ἀνθυλλίς
Cressa cretica

ShortDef

Cressa cretica

Debugging

Headword:
ἀνθυλλίς
Headword (normalized):
ἀνθυλλίς
Headword (normalized/stripped):
ανθυλλις
IDX:
7745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7746
Key:

Data

{'content': 'Cressa cretica'}