Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πυθώδε
Πυθῶθεν
Πυθών
Πύθων
Πυθῶνάδε
Πυθῶναξ
πυθώνιον
Πυθωνόθεν
Πυθῷος
πύϊον
πύκα
πυκαείς
πυκάζω
πύκασμα
πυκιμηδής
πυκινόθριξ
πυκινοκίνητος
πυκινόρριζος
πυκινόφρων
πυκνάζω
πυκναία
View word page
πύκα
thickly, solidly
ShortDef
thickly, solidly
Debugging
Headword:
πύκα
Headword (normalized):
πύκα
Headword (normalized/stripped):
πυκα
IDX:
77453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77454
Key:
Data
{'content': 'thickly, solidly'}