Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
ἀνθυβρίζω
ἀνθύβρισις
ἀνθυλακτέω
ἀνθυλλίς
ἀνθυπάγω
ἀνθυπαγωγή
ἀνθυπακούω
ἀνθυπαλλαγή
ἀνθυπαλλάσσω
ἀνθυπαντάω
ἀνθυπάρχω
ἀνθυπατεία
ἀνθυπατεύω
View word page
ἀνθυλακτέω
bark
ShortDef
bark
Debugging
Headword:
ἀνθυλακτέω
Headword (normalized):
ἀνθυλακτέω
Headword (normalized/stripped):
ανθυλακτεω
IDX:
7744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7745
Key:
Data
{'content': 'bark'}