Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
ἀνθυβρίζω
ἀνθύβρισις
ἀνθυλακτέω
ἀνθυλλίς
ἀνθυπάγω
ἀνθυπαγωγή
ἀνθυπακούω
ἀνθυπαλλαγή
ἀνθυπαλλάσσω
ἀνθυπαντάω
ἀνθυπάρχω
View word page
ἀνθυβρίζω
to abuse one another, abuse in turn

ShortDef

to abuse one another, abuse in turn

Debugging

Headword:
ἀνθυβρίζω
Headword (normalized):
ἀνθυβρίζω
Headword (normalized/stripped):
ανθυβριζω
IDX:
7742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7743
Key:

Data

{'content': 'to abuse one another, abuse in turn'}