Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
ἀνθυβρίζω
ἀνθύβρισις
ἀνθυλακτέω
ἀνθυλλίς
ἀνθυπάγω
ἀνθυπαγωγή
ἀνθυπακούω
ἀνθυπαλλαγή
ἀνθυπαλλάσσω
View word page
ἀνθρωποφυής
of man's nature

ShortDef

of man's nature

Debugging

Headword:
ἀνθρωποφυής
Headword (normalized):
ἀνθρωποφυής
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποφυης
IDX:
7740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7741
Key:

Data

{'content': "of man's nature"}