Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
ἀνθυβρίζω
ἀνθύβρισις
ἀνθυλακτέω
ἀνθυλλίς
ἀνθυπάγω
ἀνθυπαγωγή
ἀνθυπακούω
ἀνθυπαλλαγή
View word page
ἀνθρωποφθόρος
destroying men

ShortDef

destroying men

Debugging

Headword:
ἀνθρωποφθόρος
Headword (normalized):
ἀνθρωποφθόρος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποφθορος
IDX:
7739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7740
Key:

Data

{'content': 'destroying men'}