Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγριόφυτα
ἀγριόφωνος
ἀγριόχοιρος
ἀγριοψωρία
ἀγριόω
Ἀγρίππας
Ἀγριππιασταί
ἄγριππος
ἀγρίς
ἀγρίτης
ἀγρίφη
ἀγριώδης
ἀγριωπός
ἀγροβόας
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
View word page
ἀγρίφη
harrow, rake
ShortDef
harrow, rake
Debugging
Headword:
ἀγρίφη
Headword (normalized):
ἀγρίφη
Headword (normalized/stripped):
αγριφη
IDX:
773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-774
Key:
Data
{'content': 'harrow, rake'}