Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
ἀνθυβρίζω
ἀνθύβρισις
ἀνθυλακτέω
ἀνθυλλίς
ἀνθυπάγω
ἀνθυπαγωγή
ἀνθυπακούω
View word page
ἀνθρωποφάγος
man eating

ShortDef

man eating

Debugging

Headword:
ἀνθρωποφάγος
Headword (normalized):
ἀνθρωποφάγος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποφαγος
IDX:
7738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7739
Key:

Data

{'content': 'man eating'}