Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
ἀνθυβρίζω
ἀνθύβρισις
ἀνθυλακτέω
ἀνθυλλίς
ἀνθυπάγω
View word page
ἀνθρωποφαγία
an eating of men

ShortDef

an eating of men

Debugging

Headword:
ἀνθρωποφαγία
Headword (normalized):
ἀνθρωποφαγία
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποφαγια
IDX:
7736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7737
Key:

Data

{'content': 'an eating of men'}