Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυγμαῖος
Πυγμαῖος
πυγμαχέω
πυγμαχία
πυγμαχίη
πυγμάχος
πυγμή
πυγμικός
πυγολαμπίς
πυγονιαῖος
πυγόριζα
πυγοσκελίς
πυγοστόλος
πυγούσιος
πυγών
πυδαρίζω
Πύδνα
πυελίς
πυέλος
πύελος
πυελώδης
View word page
πυγόριζα
short, stumpy root

ShortDef

short, stumpy root

Debugging

Headword:
πυγόριζα
Headword (normalized):
πυγόριζα
Headword (normalized/stripped):
πυγοριζα
IDX:
77368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77369
Key:

Data

{'content': 'short, stumpy root'}