Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πυγμαιομάχος
πυγμαῖος
Πυγμαῖος
πυγμαχέω
πυγμαχία
πυγμαχίη
πυγμάχος
πυγμή
πυγμικός
πυγολαμπίς
πυγονιαῖος
πυγόριζα
πυγοσκελίς
πυγοστόλος
πυγούσιος
πυγών
πυδαρίζω
Πύδνα
πυελίς
πυέλος
πύελος
View word page
πυγονιαῖος
a πυγών long

ShortDef

a πυγών long

Debugging

Headword:
πυγονιαῖος
Headword (normalized):
πυγονιαῖος
Headword (normalized/stripped):
πυγονιαιος
IDX:
77367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77368
Key:

Data

{'content': 'a πυγών long'}