Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυγίζω
πύγισμα
πυγμά
Πυγμαιομάχος
πυγμαῖος
Πυγμαῖος
πυγμαχέω
πυγμαχία
πυγμαχίη
πυγμάχος
πυγμή
πυγμικός
πυγολαμπίς
πυγονιαῖος
πυγόριζα
πυγοσκελίς
πυγοστόλος
πυγούσιος
πυγών
πυδαρίζω
Πύδνα
View word page
πυγμή
a fist
ShortDef
a fist
Debugging
Headword:
πυγμή
Headword (normalized):
πυγμή
Headword (normalized/stripped):
πυγμη
IDX:
77364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77365
Key:
Data
{'content': 'a fist'}