Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πῦαρ
πυγαῖον
πυγαῖος
πυγαλγίας
πύγαργος
Πύγελα
Πυγελεύς
πυγή
πυγηδόν
πυγίδιον
πυγίζω
πύγισμα
πυγμά
Πυγμαιομάχος
πυγμαῖος
Πυγμαῖος
πυγμαχέω
πυγμαχία
πυγμαχίη
πυγμάχος
πυγμή
View word page
πυγίζω
have anal sex

ShortDef

have anal sex

Debugging

Headword:
πυγίζω
Headword (normalized):
πυγίζω
Headword (normalized/stripped):
πυγιζω
IDX:
77354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77355
Key:

Data

{'content': 'have anal sex'}