Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πύανος
πῦαρ
πυγαῖον
πυγαῖος
πυγαλγίας
πύγαργος
Πύγελα
Πυγελεύς
πυγή
πυγηδόν
πυγίδιον
πυγίζω
πύγισμα
πυγμά
Πυγμαιομάχος
πυγμαῖος
Πυγμαῖος
πυγμαχέω
πυγμαχία
πυγμαχίη
πυγμάχος
View word page
πυγίδιον
a thin rump
ShortDef
a thin rump
Debugging
Headword:
πυγίδιον
Headword (normalized):
πυγίδιον
Headword (normalized/stripped):
πυγιδιον
IDX:
77353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77354
Key:
Data
{'content': 'a thin rump'}