Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
ἀνθυβρίζω
ἀνθύβρισις
ἀνθυλακτέω
View word page
ἀνθρωποτρόφος
nourishing men

ShortDef

nourishing men

Debugging

Headword:
ἀνθρωποτρόφος
Headword (normalized):
ἀνθρωποτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποτροφος
IDX:
7734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7735
Key:

Data

{'content': 'nourishing men'}