Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτώσσω
πτωτικός
πτωτός
πτωχαλαζών
πτωχεία
πτωχελένη
πτωχεύω
πτωχίζω
πτωχικός
πτωχομουσοκόλαξ
πτωχόμουσος
πτωχοποιός
πτωχός
πτωχότης
πτωχοτροφεῖον
πτωχοτρόφος
πτωχοφανής
πυαλίτης
View word page
πτωχίζω
make poor
ShortDef
make poor
Debugging
Headword:
πτωχίζω
Headword (normalized):
πτωχίζω
Headword (normalized/stripped):
πτωχιζω
IDX:
77329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77330
Key:
Data
{'content': 'make poor'}