Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωποπάθεια
ἀνθρωποπαθέω
ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
ἀνθυβρίζω
View word page
ἀνθρωποσφαγέω
to slay men

ShortDef

to slay men

Debugging

Headword:
ἀνθρωποσφαγέω
Headword (normalized):
ἀνθρωποσφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποσφαγεω
IDX:
7732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7733
Key:

Data

{'content': 'to slay men'}