Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτωματισμός
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτώσσω
πτωτικός
πτωτός
πτωχαλαζών
πτωχεία
πτωχελένη
πτωχεύω
πτωχίζω
πτωχικός
πτωχομουσοκόλαξ
πτωχόμουσος
πτωχοποιός
πτωχός
πτωχότης
πτωχοτροφεῖον
πτωχοτρόφος
πτωχοφανής
View word page
πτωχεύω
to be a beggar, go begging, beg
ShortDef
to be a beggar, go begging, beg
Debugging
Headword:
πτωχεύω
Headword (normalized):
πτωχεύω
Headword (normalized/stripped):
πτωχευω
IDX:
77328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77329
Key:
Data
{'content': 'to be a beggar, go begging, beg'}