Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτωματίζω
πτωματικός
πτωμάτιον
πτωματίς
πτωματισμός
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτώσσω
πτωτικός
πτωτός
πτωχαλαζών
πτωχεία
πτωχελένη
πτωχεύω
πτωχίζω
πτωχικός
πτωχομουσοκόλαξ
πτωχόμουσος
πτωχοποιός
πτωχός
View word page
πτωτός
apt to fall, fallen
ShortDef
apt to fall, fallen
Debugging
Headword:
πτωτός
Headword (normalized):
πτωτός
Headword (normalized/stripped):
πτωτος
IDX:
77324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77325
Key:
Data
{'content': 'apt to fall, fallen'}