Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτωκάς
πτῶμα
πτωματίζω
πτωματικός
πτωμάτιον
πτωματίς
πτωματισμός
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτώσσω
πτωτικός
πτωτός
πτωχαλαζών
πτωχεία
πτωχελένη
πτωχεύω
πτωχίζω
πτωχικός
πτωχομουσοκόλαξ
πτωχόμουσος
View word page
πτώσσω
to crouch, cower
ShortDef
to crouch, cower
Debugging
Headword:
πτώσσω
Headword (normalized):
πτώσσω
Headword (normalized/stripped):
πτωσσω
IDX:
77322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77323
Key:
Data
{'content': 'to crouch, cower'}