Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πτώϊος
πτωκάς
πτῶμα
πτωματίζω
πτωματικός
πτωμάτιον
πτωματίς
πτωματισμός
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτώσσω
πτωτικός
πτωτός
πτωχαλαζών
πτωχεία
πτωχελένη
πτωχεύω
πτωχίζω
πτωχικός
πτωχομουσοκόλαξ
View word page
πτῶσις
a falling, fall

ShortDef

a falling, fall

Debugging

Headword:
πτῶσις
Headword (normalized):
πτῶσις
Headword (normalized/stripped):
πτωσις
IDX:
77321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77322
Key:

Data

{'content': 'a falling, fall'}