Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτύω
Πτώϊος
πτωκάς
πτῶμα
πτωματίζω
πτωματικός
πτωμάτιον
πτωματίς
πτωματισμός
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτώσσω
πτωτικός
πτωτός
πτωχαλαζών
πτωχεία
πτωχελένη
πτωχεύω
πτωχίζω
πτωχικός
View word page
πτώσιμος
having fallen
ShortDef
having fallen
Debugging
Headword:
πτώσιμος
Headword (normalized):
πτώσιμος
Headword (normalized/stripped):
πτωσιμος
IDX:
77320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77321
Key:
Data
{'content': 'having fallen'}