Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπόομαι
ἀνθρωποπάθεια
ἀνθρωποπαθέω
ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
View word page
ἄνθρωπος
man, person, human

ShortDef

man, person, human

Debugging

Headword:
ἄνθρωπος
Headword (normalized):
ἄνθρωπος
Headword (normalized/stripped):
ανθρωπος
IDX:
7731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7732
Key:

Data

{'content': 'man, person, human'}