Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτύσσω
πτυχά
πτύχιον
πτυχίς
πτυχώδης
πτύω
Πτώϊος
πτωκάς
πτῶμα
πτωματίζω
πτωματικός
πτωμάτιον
πτωματίς
πτωματισμός
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτώσσω
πτωτικός
πτωτός
πτωχαλαζών
View word page
πτωματικός
subject to epilepsy

ShortDef

subject to epilepsy

Debugging

Headword:
πτωματικός
Headword (normalized):
πτωματικός
Headword (normalized/stripped):
πτωματικος
IDX:
77315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77316
Key:

Data

{'content': 'subject to epilepsy'}