Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτυρμός
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσις
πτύσμα
πτύσσω
πτυχά
πτύχιον
πτυχίς
πτυχώδης
πτύω
Πτώϊος
πτωκάς
πτῶμα
πτωματίζω
πτωματικός
πτωμάτιον
πτωματίς
πτωματισμός
πτώξ
πτώσιμος
View word page
πτύω
to spit out
ShortDef
to spit out
Debugging
Headword:
πτύω
Headword (normalized):
πτύω
Headword (normalized/stripped):
πτυω
IDX:
77310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77311
Key:
Data
{'content': 'to spit out'}