Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτύον
πτυρμός
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσις
πτύσμα
πτύσσω
πτυχά
πτύχιον
πτυχίς
πτυχώδης
πτύω
Πτώϊος
πτωκάς
πτῶμα
πτωματίζω
πτωματικός
πτωμάτιον
πτωματίς
πτωματισμός
πτώξ
View word page
πτυχώδης
in folds

ShortDef

in folds

Debugging

Headword:
πτυχώδης
Headword (normalized):
πτυχώδης
Headword (normalized/stripped):
πτυχωδης
IDX:
77309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77310
Key:

Data

{'content': 'in folds'}