Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτύξ
πτύξαγρις
πτύξις
πτύον
πτυρμός
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσις
πτύσμα
πτύσσω
πτυχά
πτύχιον
πτυχίς
πτυχώδης
πτύω
Πτώϊος
πτωκάς
πτῶμα
πτωματίζω
πτωματικός
πτωμάτιον
View word page
πτυχά
fold
ShortDef
fold
Debugging
Headword:
πτυχά
Headword (normalized):
πτυχά
Headword (normalized/stripped):
πτυχα
IDX:
77306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77307
Key:
Data
{'content': 'fold'}