Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτυκτός
πτύξ
πτύξαγρις
πτύξις
πτύον
πτυρμός
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσις
πτύσμα
πτύσσω
πτυχά
πτύχιον
πτυχίς
πτυχώδης
πτύω
Πτώϊος
πτωκάς
πτῶμα
πτωματίζω
πτωματικός
View word page
πτύσσω
to fold
ShortDef
to fold
Debugging
Headword:
πτύσσω
Headword (normalized):
πτύσσω
Headword (normalized/stripped):
πτυσσω
IDX:
77305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77306
Key:
Data
{'content': 'to fold'}