Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτύγξ
πτυκτός
πτύξ
πτύξαγρις
πτύξις
πτύον
πτυρμός
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσις
πτύσμα
πτύσσω
πτυχά
πτύχιον
πτυχίς
πτυχώδης
πτύω
Πτώϊος
πτωκάς
πτῶμα
πτωματίζω
View word page
πτύσμα
sputum

ShortDef

sputum

Debugging

Headword:
πτύσμα
Headword (normalized):
πτύσμα
Headword (normalized/stripped):
πτυσμα
IDX:
77304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77305
Key:

Data

{'content': 'sputum'}