Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτύγμα
πτύγξ
πτυκτός
πτύξ
πτύξαγρις
πτύξις
πτύον
πτυρμός
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσις
πτύσμα
πτύσσω
πτυχά
πτύχιον
πτυχίς
πτυχώδης
πτύω
Πτώϊος
πτωκάς
πτῶμα
View word page
πτύσις
spitting

ShortDef

spitting

Debugging

Headword:
πτύσις
Headword (normalized):
πτύσις
Headword (normalized/stripped):
πτυσις
IDX:
77303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77304
Key:

Data

{'content': 'spitting'}