Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πτύαλον
πτυαλώδης
πτυάς
πτύγμα
πτύγξ
πτυκτός
πτύξ
πτύξαγρις
πτύξις
πτύον
πτυρμός
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσις
πτύσμα
πτύσσω
πτυχά
πτύχιον
πτυχίς
πτυχώδης
πτύω
View word page
πτυρμός
consternation

ShortDef

consternation

Debugging

Headword:
πτυρμός
Headword (normalized):
πτυρμός
Headword (normalized/stripped):
πτυρμος
IDX:
77300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77301
Key:

Data

{'content': 'consternation'}