Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτυαλισμός
πτύαλον
πτυαλώδης
πτυάς
πτύγμα
πτύγξ
πτυκτός
πτύξ
πτύξαγρις
πτύξις
πτύον
πτυρμός
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσις
πτύσμα
πτύσσω
πτυχά
πτύχιον
πτυχίς
πτυχώδης
View word page
πτύον
a winnowing-shovel
ShortDef
a winnowing-shovel
Debugging
Headword:
πτύον
Headword (normalized):
πτύον
Headword (normalized/stripped):
πτυον
IDX:
77299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77300
Key:
Data
{'content': 'a winnowing-shovel'}