Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωπονομικός
ἀνθρωπόνοος
ἀνθρωπόομαι
ἀνθρωποπάθεια
ἀνθρωποπαθέω
ἀνθρωποπαθής
ἀνθρωποπλάστης
ἀνθρωποποιέω
ἀνθρωποποιΐα
ἀνθρωποποιός
ἀνθρωπόπολις
ἀνθρωπορραίστης
ἄνθρωπος
ἀνθρωποσφαγέω
ἀνθρωπότης
ἀνθρωποτρόφος
ἀνθρωποφαγέω
ἀνθρωποφαγία
ἀνθρωποφαγικῶς
ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
View word page
ἀνθρωπόπολις
city of men

ShortDef

city of men

Debugging

Headword:
ἀνθρωπόπολις
Headword (normalized):
ἀνθρωπόπολις
Headword (normalized/stripped):
ανθρωποπολις
IDX:
7729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7730
Key:

Data

{'content': 'city of men'}