Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πτολίπορθος
πτορθάκανθος
πτόρθος
πτυαλίζω
πτυαλισμός
πτύαλον
πτυαλώδης
πτυάς
πτύγμα
πτύγξ
πτυκτός
πτύξ
πτύξαγρις
πτύξις
πτύον
πτυρμός
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσις
πτύσμα
πτύσσω
View word page
πτυκτός
folded
ShortDef
folded
Debugging
Headword:
πτυκτός
Headword (normalized):
πτυκτός
Headword (normalized/stripped):
πτυκτος
IDX:
77295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77296
Key:
Data
{'content': 'folded'}