Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πτολεμαίτης
πτολίεθρον
πτολίοικος
πτολίπορθος
πτορθάκανθος
πτόρθος
πτυαλίζω
πτυαλισμός
πτύαλον
πτυαλώδης
πτυάς
πτύγμα
πτύγξ
πτυκτός
πτύξ
πτύξαγρις
πτύξις
πτύον
πτυρμός
πτύρομαι
πτυρτικός
View word page
πτυάς
spitter
ShortDef
spitter
Debugging
Headword:
πτυάς
Headword (normalized):
πτυάς
Headword (normalized/stripped):
πτυας
IDX:
77292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77293
Key:
Data
{'content': 'spitter'}