Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πτολεμαΐς
Πτολεμαίτης
πτολίεθρον
πτολίοικος
πτολίπορθος
πτορθάκανθος
πτόρθος
πτυαλίζω
πτυαλισμός
πτύαλον
πτυαλώδης
πτυάς
πτύγμα
πτύγξ
πτυκτός
πτύξ
πτύξαγρις
πτύξις
πτύον
πτυρμός
πτύρομαι
View word page
πτυαλώδης
secreting saliva freely

ShortDef

secreting saliva freely

Debugging

Headword:
πτυαλώδης
Headword (normalized):
πτυαλώδης
Headword (normalized/stripped):
πτυαλωδης
IDX:
77291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77292
Key:

Data

{'content': 'secreting saliva freely'}